- φριμάσσομαι
- ΝΜΑ, και αττ. τ. φριμάττομαι Α(λόγιος τ.) (για άλογα αλλά και για άλλα ζώα) φριμάζωαρχ.σκιρτώ από λαγνεία.[ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικός τ. ενεστ. (πρβλ. τα συγγενή σημασιολογικός φρυάσσομαι, βριμῶμαι «βράζω από οργή ή αγανάκτηση, βλ. λ. βρίμη), αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία άποψη, το ρ. φρι-μ-άσσομαι έχει σχηματιστεί από τη ρίζα *bh(e)rēi- / *bh(e)rī-, άλλη μορφή τής ΙΕ ρίζας *bher- «κοχλάζω, αναβράζω, κινούμαι ορμητικά», με έρρινο ἐνθημα -m- και μπορεί να συνδεθεί με τα αρχ. ινδ. jarbhuriti «σπινθηροβολώ, ταράζομαι» και αρχ. ισλδ. brimi «φωτιά»].
Dictionary of Greek. 2013.