φριμάσσομαι

φριμάσσομαι
ΝΜΑ, και αττ. τ. φριμάττομαι Α
(λόγιος τ.) (για άλογα αλλά και για άλλα ζώα) φριμάζω
αρχ.
σκιρτώ από λαγνεία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικός τ. ενεστ. (πρβλ. τα συγγενή σημασιολογικός φρυάσσομαι, βριμῶμαι «βράζω από οργή ή αγανάκτηση, βλ. λ. βρίμη), αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία άποψη, το ρ. φρι-μ-άσσομαι έχει σχηματιστεί από τη ρίζα *bh(e)rēi- / *bh(e)rī-, άλλη μορφή τής ΙΕ ρίζας *bher- «κοχλάζω, αναβράζω, κινούμαι ορμητικά», με έρρινο ἐνθημα -m- και μπορεί να συνδεθεί με τα αρχ. ινδ. jarbhuriti «σπινθηροβολώ, ταράζομαι» και αρχ. ισλδ. brimi «φωτιά»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • φριμασσόμενον — φριμάσσομαι snort and leap pres part mp masc acc sg φριμάσσομαι snort and leap pres part mp neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φριμάξεται — φριμάσσομαι snort and leap aor subj mp 3rd sg (epic) φριμάσσομαι snort and leap fut ind mp 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φριμάσσεο — φριμάσσομαι snort and leap pres imperat mp 2nd sg (epic doric ionic aeolic) φριμάσσομαι snort and leap imperf ind mp 2nd sg (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φριμαξάμενοι — φριμάσσομαι snort and leap aor part mp masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φριμαξάμενος — φριμάσσομαι snort and leap aor part mp masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φριμασσομένη — φριμάσσομαι snort and leap pres part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φριμασσόμεναι — φριμάσσομαι snort and leap pres part mp fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φριμασσόμενοι — φριμάσσομαι snort and leap pres part mp masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φριμασσόμενος — φριμάσσομαι snort and leap pres part mp masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φριματτόμεναι — φριμάσσομαι snort and leap pres part mp fem nom/voc pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”